κοινοπραγία

κοινοπραγία
η (Α κοινοπραγία) [κοινοπραγώ]
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοινοπραγία — κοινοπραγίᾱ , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc/acc dual κοινοπραγίᾱ , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοπραγίᾳ — κοινοπραγίαι , κοινοπραγία common enterprise fem nom/voc pl κοινοπραγίᾱͅ , κοινοπραγία common enterprise fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοπραγίας — κοινοπραγίᾱς , κοινοπραγία common enterprise fem acc pl κοινοπραγίᾱς , κοινοπραγία common enterprise fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοπραγίαν — κοινοπραγίᾱν , κοινοπραγία common enterprise fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍԱՐԱԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0051 Chronological Sequence: 6c գ. κοινοπραγία cooperatio. Միաբան գործելն. գործակցութիւն. *Հոտոտելիք յերկուս ըռնգունս բաժանեալ՝ սպասեն հոտոցն՝ հասարակագործութեամբ. Փիլ. լին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κοινοπραξία — κοινοπραξία, η και κοινοπραγία, η συνεργασία, σύμπραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”